- αφορμίζομαι
- ἀφορμίζομαι (Α)λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν.[ΕΤΥΜΟΛ. αφ- (< απο-) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφορμισθείς — ἀφορμίζομαι loose one s aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορμισάμενοι — ἀφορμίζομαι loose one s aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορμίζονται — ἀφορμίζομαι loose one s pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφορμίζεσθε — ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres imperat mp 2nd pl ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres ind mp 2nd pl ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) ἐπᾱφορμίζεσθε , ἐπί ἀφορμίζομαι loose … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφορμιζόμενος — ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres part mp masc nom sg ἐπί ἀφορμίζομαι loose one s pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)